- λοφιῆς
- λοφίζωraise thefut ind act 2nd sg (doric)λοφιάmanefem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοφίης — λοφίας first dorsal vertebra and skin over it masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφίας — λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α) (για ψάρι) 1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του 2. ο λοφαδίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα ίας (πρβλ. ακανθ ίας) … Dictionary of Greek